-
1 десерт
десерт м τα επιδόρπια; подать на \десерт мороженое и ликёр προσφέρω ένα παγωτό και λικέρ για γλυκό* * *мτα επιδόρπιαпода́ть на десе́рт моро́женое и ликёр — προσφέρω ένα παγωτό και λικέρ για γλυκό
-
2 третье
-
3 десертный
десерт||ныйприл ἐπιδόρπιος:\десертныйная ложка τό κουταλάκι. τοῦ γλυκού· \десертныйные ви́на τά ἐπιδόρπια κρασιά. -
4 десерт
-а α.τραγήματα, επιδόρπια, επίδειπνα. -
5 заедки
-ок πλθ. (διαλνι.)επιδόρπια.
См. также в других словарях:
ἐπιδόρπια — ἐπιδόρπιος for use after dinner neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
επίδειπνον — επίδειπνον, τὸ (Α) [δείπνον] πληθ. ἐπίδειπνα επιδόρπια, οτιδήποτε προσφερόταν μετά το δείπνο στους καλεσμένους … Dictionary of Greek
επαΐκλεια — ἐπαΐκλεια και ἔπαικλα ή ἐπέκλεια ή ἐπάικλα, τα (Α) τα μετά το δείπνο, τα επιδείπνια ή επιδόρπια («ἐπαΐκλειά φασι καλεῑσθαι τὰ μετὰ τὸ δεῑπνον τραγήματα», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άικλον (ή αίκλον) «δείπνο»] … Dictionary of Greek
επιδειπνώ — ἐπιδειπνῶ, έω (Α) [δειπνώ] 1. δειπνώ για δεύτερη φορά, τρώω δυο φορές 2. δειπνώ, γευματίζω 3. τρώω τα επιδόρπια … Dictionary of Greek
τρωγάλια — τα, ΝΑ οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. άλια, πληθ. τού άλιον (πρβλ. τροφ άλιον)] … Dictionary of Greek
φιλοτραγήμων — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα επιδόρπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τράγημα «επιδόρπιο» + επίθημα μων (πρβλ. ποικιλοδέρ μων: δέρμα)] … Dictionary of Greek
επιδόρπιος — α, ο 1. που γίνεται ή προσφέρεται μετά το δείπνο ή στο τέλος του δείπνου. 2. το ουδ. (και ιδίως στον πληθ.), επιδόρπια φαγώσιμα ή ποτά που προσφέρονται έπειτα από τα κύρια φαγητά (τυρί, γλυκίσματα, φρούτα, ηδύποτα κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)